-
1 άγιος
άγιος, -ία, -ο (κ. άγιος, άγια, άγιο)1) святой, священный (о Боге и ангелах):το Άγιο Πνεύμα — Святой Дух,
η Αγία Τριάδα — Святая Троица,
η Αγία Οικογένεια — Святое Семейство;
2) святой, священной (то, что связано с Богом и служением Ему):η Αγία Τράπεζα — Святой Престол,
το Άγιο φως – а) фаворский, нетварный свет; б) благодатный огонь, нисходящий в Иерусалиме в храме Гроба Господня на Великую Субботу
το άγιο μύρο / Ποτήριο — святое миро / Потир;
ΦΡ.οι Άγιοι Τόποι — Святые места в Палестине и Иерусалиме, свидетельствующие о важнейших событиях жизни, страданиях и Воскресении Христаτα άγια χώματα — святая земля (места, в которых жил Иисус Христос), (перен.) священная земля для какой-либо нации, родинаη άγια νύχτα — святая ночь на Рождество Христово, название известной рождественской песни:τα παιδιά τραγουδούν την άγια νύχτα — дети поют «святую ночь»;
3) ο святой (о человеке) – христианин, проживший жизнь во Христе («εν Χριστώ»), личность которого после смерти официально признается Церковью достойной почитания вследствие святой, праведной жизни, которая часто сопровождается чудотворениями (слово пишется с большой буквы, если предстоит имени):ο Άγιος Γεώργιος / Δημήτριος — Святой Георгий / Димитрий;
ΦΡ.κάνω (κάποιον) άγιο — сильно умолять кого-то;4) церковь, которая освящена в честь какого-то святого:η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη — святая София в Константинополе;
район, который называется по имени храма, расположенного в нем:πήρε το λεωφορείο για την αγία Βαρβάρα — он сел на автобус, едущий в «святую Варвару»;
5) местночтимый святой, заступник и покровитель:епископа или митрополита своей епархии:Этим.< дргр. άγιος < инд. yag – «почитать, уважать», сравните с санскр. yaj – ati «почитать». Это слово в древнегреческом обозначало места и предметы, вызывающие уважение и благочестивый страх. В Ветхом Завете это прилагательное использовалось Семьюдесятью переводчиками для описания Бога, ангелов и всего Израильского народа. В Новом Завете «святыми» называются все верующие как очищенные от «скверны языческой». Значение «христианин, прославленный Церковью святым» относится к 10 веку по Р.Х.* -
2 τάφος
-
3 πανάγιος
πανάγιος, -ία, -ιο — всесвятой, святейший;ΦΡ.Πανάγιος / Άγιος Τάφος ο — Святой Гроб Господень (находится в Иерусалиме)Этим.< παν- + άγιος «все + святой», где корень «παν-» означает превосходную степень
См. также в других словарях:
Άγιος Τάφος — Ονομασία του τάφου του Χριστού, που βρίσκεται στον μεγάλο ναό της Αναστάσεως στην Ιερουσαλήμ και, γενικότερα, των Αγίων Τόπων. Τόσο τα Ευαγγέλια όσο και οι Πράξεις των Αποστόλων δεν μνημονεύουν την ακριβή θέση του τάφου και, έως τον 4o αι. μ.Χ.,… … Dictionary of Greek
άγιος, -ια, -ιο — (δισύλλαβο), και άγιος, αγία, ο (τρισύλλαβο) 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη λατρεία του Θεού: Άγιο Βήμα. Άγιος Τάφος. 2. άνθρωπος ευσεβής, αγνός: Αυτός είναι άγιος άνθρωπος. 3. ως ουσ. προσηγορ. προσώπου που το αγιοποίησε η εκκλησία: Άγιος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τάφος — Πόλη της αρχαίας Κεφαλληνίας. Oνομαζόταν και Ταφιούσσα. Αναφέρεται από τον Στέφανο τον Βυζάντιο. * * * (I) ο, ΝΜΑ λάκκος στη γη ή χώρος λαξευτός ή κτιστός όπου θάβεται ο νεκρός, μνήμα (α. «ο τάφος τους χορτάριασε» β. «ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾱσα γῆ… … Dictionary of Greek
Άγιος Πέτρος — I (Ρώμης). Ο μεγαλύτερος χριστιανικός ναός, στη δεξιά όχθη του Τίβερη, δίπλα στο Βατικανό. Ο ναός βρίσκεται στην ίδια θέση με έναν ειδωλολατρικό ναό και ένα χριστιανικό νεκροταφείο, όπου κατά την παράδοση μαρτύρησε ο Απόστολος Πέτρος. Στα χρόνια… … Dictionary of Greek
Άγιος Ευστράτιος — I Νησί (43,23 τ. χλμ.) του Βόρειου Αιγαίου στο Θρακικό πέλαγος, γνωστό και με το όνομα Άη Στράτης. Βρίσκεται 16 μίλια ΝΔ της Λήμνου, 37 ΒΔ της Σκύρου και 42 ΒΑ της Λέσβου. To σχήμα του είναι τριγωνικό και τα τρία ακρωτήριά του λέγονται Τρυπητή,… … Dictionary of Greek
Πιατσέντσα — (Piacenza). Πόλη της βόρειας Ιταλίας στην Eμίλια–Ρομάνια, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, χτισμένη στη δεξιά όχθη του Πάδου. Από τα μέσα σχεδόν του 20ού αι. άρχισε να επεκτείνεται και έξω από τα τείχη, είτε προς την Αλεξάνδρεια, είτε ακόμα… … Dictionary of Greek
Гроб Господень — Святой Гроб Господень. Храм Воскресения Христова в Иерусалиме. Вид от входа … Википедия
Святой Гроб — Господень. Храм Воскресения Христова в Иерусалиме. Вид от входа Гроб Господень, Святой Гроб (греч. Αγιος Τάφος) главная святыня христианского мира, гробница в скале; в этой гробнице, согласно Евангелию, Иисус Христос был погребён после распятия… … Википедия
αγιοταφίτης — ο (θηλ. ισσα) [Άγιος Τάφος] 1. μοναχός ή προσκυνητής τού Αγίου Τάφου 2. μέλος τής Αγιοταφιτικής αδελφότητας … Dictionary of Greek
αγιοταφίτικος — η, ο και ός, ή, ό [Άγιος Τάφος] αυτός που ανήκει στον Άγιο Τάφο ή προέρχεται από αυτόν … Dictionary of Greek
αγιοταφικός — ή, ό [Άγιος Τάφος] ο αγιοταφίτικος* … Dictionary of Greek